- ἐπιψεκάσασαν
- ἐπιψεκάσᾱσαν , ἐπιψεκάζωkeep droppingaor part act fem acc sg (attic epic ionic)ἐπιψεκάσᾱσαν , ἐπιψεκάζωkeep droppingaor part act fem acc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιψεκάζω — (AM ἐπιψεκάζω) ψεκάζω, ραντίζω μια επιφάνεια αρχ. παρέχω κάτι με φειδώ, με μέτρο («τὴν τύχην οὐ δὲ ὀλίγα σοι τῶν χαρίτων ἐπιψεκάσασαν», Λουκιαν.) … Dictionary of Greek